παραγίνεσθαι

παραγίνεσθαι
παραγίγνομαι
to be beside
pres inf mp (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”